Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Απαλλαγή εγγυητή κατόπιν σύναψης ''πρόσθετων πράξεων'' μεταξύ πρωτοφειλέτη και πιστωτικού ιδρύματος

 



Απαλλαγή εγγυητή κατόπιν σύναψης ''πρόσθετων πράξεων'' μεταξύ πρωτοφειλέτη και πιστωτικού ιδρύματος

Legal Insight

Ιούλιος 2017



Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert

Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ, LL.M. (mult.), MSc.


1.  Ο προβληματισμός

 

Σε παλαιότερα ενημερωτικά μας σημειώματα είχαμε ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της ευθύνης του εγγυητή (βλ. ενδεικτικά εδώ). Εν προκειμένω θα αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα που σχετίζεται με την ευθύνη του εγγυητή και αφορά στις λεγόμενες «πρόσθετες πράξεις». Την περίοδο της άκρατης χορήγησης δανείων κάθε λογής από τα πιστωτικά ιδρύματα πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, έχει ακολουθήσει μία περίοδος, κατά την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα προσπαθούν – παρέχοντας κάθε είδους «διευκολύνσεις» προς τους δανειολήπτες – να εισπράξουν τα ποσά από τα χορηγηθέντα αυτά δάνεια. Μία πρακτική που ακολουθούν οι τράπεζες αναφορικά με επαγγελματικές πιστώσεις, που έχουν χορηγηθεί υπό τη μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού, είναι η τροπή αυτών σε τοκοχρεωλυτικά δάνεια. Με τον τρόπο αυτό, η τράπεζα «κλείνει» τον αλληλόχρεο λογαριασμό και πλέον διατηρεί απαίτηση κατά του δανειολήπτη για την καταβολή των μηνιαίων δόσεων εκ του τοκοχρεωλυτικού δανείου. Έτσι η τράπεζα αποφεύγει να καταγγείλει τον αλληλόχρεο λογαριασμό και να εγγράψει ως «κόκκινο δάνειο» τη συγκεκριμένη πίστωση στον ισολογισμό της. Αντίθετα, μέσω του κεφαλαίου του τοκοχρεωλυτικού δανείου εξοφλείται και κλείνει ο αλληλόχρεος λογαριασμός και η τράπεζα διατηρεί πλέον στον ισολογισμό της το τοκοχρεωλυτικό δάνειο - το οποίο είναι πλέον «πράσινο» - και εξυπηρετείται δια των μηνιαίων –συνήθως- καταβολών του δανειολήπτη. Στην πράξη αυτό γίνεται διά της υπογραφής μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ιδρύματος μίας καλούμενης «πρόσθετης πράξης» της αρχικής σύμβασης. Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα, ποια είναι η τύχη των ασφαλειών που είχαν παρασχεθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης πίστωσης μετά την επέλευση της ως άνω μεταβολής; Διατηρούνται οι ασφάλειες, ακόμη και εάν δεν χορηγηθούν εκ νέου ή καταργούνται και πρέπει να επαναχορηγηθούν; Ήδη παρόμοιες υποθέσεις έχουν αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας μας και έχει αποκρυσταλλωθεί η θέση της νομολογίας επί των σχετικών ζητημάτων. Μάλιστα, ο σχετικός προβληματισμός δεν περιορίζεται μόνον στην περίπτωση της τροπής του αλληλοχρέου σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο, αλλά επεκτείνεται και σε κάθε δια «πρόσθετης πράξης» ουσιώδη τροποποίηση της αρχικής σύμβασης πίστωσης.

 

2.  Οι έννοιες του αλληλόχρεου λογαριασμού και του τοκοχρεωλυτικού δανείου

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, αλληλόχρεος (ή ανοικτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα συμφωνούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται κατά το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (συνήθως 3μηνα ή 6μηνα), με τρόπο ώστε να οφείλεται, ανάλογα με την συμφωνία, είτε το περιοδικό κατάλοιπο (του 3μηνου ή 6μηνου αντίστοιχα) είτε μόνο το οριστικό κατάλοιπο που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλοχρέου (καταγγελία). Συνήθως στους τραπεζικούς αλληλόχρεους λογαριασμούς δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής του περιοδικού καταλοίπου, δηλ. του ποσού που προκύπτει από το περιοδικό ανά 3μηνο ή 6μηνο κλείσιμο του λογαριασμού. Απλώς υφίσταται υποχρέωση καταβολής των τόκων και του οριστικού καταλοίπου σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προβεί σε κλείσιμο λογαριασμού (δηλ. καταγγελία). Στον αλληλόχρεο λογαριασμό άρα δεν υπάρχει συμφωνημένη σταδιακή εξόφληση του δανεισθέντος κεφαλαίου, όπως υπάρχει στο τοκοχρεωλυτικό δάνειο.

 

Αντίθετα, στην περίπτωση του τοκοχρεωλυτικού δανείου το πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει το δάνεισμα στον οφειλέτη, ο δε δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το αποδώσει σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (οι οποίες συνήθως είναι ισόποσες). Ήτοι ο δανειζόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων – ήδη από την υπογραφή της σύμβασης – κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη του χορηγηθέντος δανείου. Η σύμβαση αυτή είναι τελείως διαφορετική από τη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσω του τελευταίου.

 

Να σημειωθεί ότι είναι αδιάφορη η  ονομασία που έχουν τυχόν δώσει τα μέρη στη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση, αλλά το δικαστήριο θα κρίνει με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, αν πρόκειται στη συγκεκριμένη υπό κρίση περίπτωση για αλληλόχρεο λογαριασμό ή τοκοχρεωλυτικό δάνειο.

 

Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 849 και 851 του Αστικού Κώδικα, το πρόσωπο που εγγυήθηκε σε αλληλόχρεο λογαριασμό υπέρ του δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη ευθύνεται, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, μόνον μέχρι του ποσού της αρχικής οφειλής, για το οποίο παρέσχε την εγγύηση, και όχι για χρηματικές απαιτήσεις που αναφέρονται σε μεταγενέστερη σύμβαση, για την οποία ο εγγυητής δεν παρέσχε εγγύηση. 

 

3.    Η ακολουθούμενη από τα πιστωτικά ιδρύματα πρακτική και η συνεπεία αυτής απόσβεση των ασφαλειών

 

Α. Εξόφληση αλληλοχρέου μέσω λήψης τοκοχρεωλυτικού δανείου

 

Στην πράξη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα ακολουθούν σε πολλές περιπτώσεις την ακόλουθη πρακτική: Επί υπάρχουσας σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό χορηγούν με νέα σύμβαση – την οποία «βαφτίζουν» πρόσθετη πράξη της αρχικής – δάνειο ισόποσο με το υπόλοιπο της οφειλής του δανειολήπτη από την αρχική σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Ταυτόχρονα ανοίγεται ένας νέος λογαριασμός για την εξυπηρέτηση του δανείου αυτού, ο οποίος αποκαλείται συνήθως χρεωλυτικός ή «ΔΤΛ» (Δάνειο Τακτής Λήξης). Κατόπιν, το ποσό του δανείου που εκταμιεύτηκε άγεται αυθημερόν σε πίστωση του αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος πλέον μηδενίζεται ως εξοφλημένος (πρόκειται και για το πραγματικό αρκετών δικαστικών αποφάσεων - βλ. λ.χ. ΕφΘεσ 1695/2009, ΜΠρΗρακλ 864/2016, ΕιρΗρακλ 984/2016 κτλ.).

 

Σε περιπτώσεις όπως η ανωτέρω, γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι καταρτίζεται νέα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου τελείως διαφορετική από την αρχική σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού. Επομένως στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον ο εγγυητής δεν εγγυάται εγγράφως την αποπληρωμή της νέας σύμβασης δανείου, απελευθερώνεται από τη σύμβαση εγγύησης, διότι παύει πλέον να ισχύει η αρχική σύμβαση για την οποία και μόνον είχε παράσχει την εγγύησή του.

 

Κατά την κρίση των δικαστηρίων της ουσίας, σε περιπτώσεις όπως η ως άνω συντρέχει περίπτωση υπόσχεσης αντί καταβολής, η οποία αποτελεί μορφή ανανέωσης της σύμβασης που επιφέρει απόσβεση της υφιστάμενης ενοχής από τη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και τη δημιουργία νέας από τη σύμβαση του δανείου. Με την απόσβεση ωστόσο της αρχικής σύμβασης αποσβένονται συγχρόνως και τα παρεπόμενα σε αυτή δικαιώματα, όπως η εγγύηση ή η προσημείωση υποθήκης. Μόνο δε με τη συναίνεση του εγγυητή ή με την παροχή νέας εγγύησης εκ μέρους του θα μπορούσε η εγγύηση να διατηρηθεί υπέρ της νέας σύμβασης του τοκοχρεωλυτικού δανείου. Ειδάλλως, ο εγγυητής απελευθερώνεται από τη σύμβαση εγγύησης.

 

Αντίστοιχα, για τη διατήρηση της προσημείωσης υποθήκης που είχε παράσχει ο πρωτοφειλέτης, απαιτείται συναίνεση του ιδίου κατά την υπογραφή της νέας σύμβασης – «πρόσθετης πράξης», η οποία ωστόσο πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, άλλως είναι άκυρη (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 159 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα - σχετικά έχουν κρίνει δικαστικές αποφάσεις μεταξύ των οποίων και οι ΑΠ 434/2000 και ΕφΑθ 782/2000). Εφόσον δε τέτοια, διά συμβολαιογραφικού εγγράφου, συναίνεση δεν έλαβε χώρα, δύναται ο παρασχών την προσημείωση στην αρχική σύμβαση να αιτηθεί την άρση της κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

 

Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές δεν πρόκειται περί «πρόσθετης πράξης» της αρχικής σύμβασης αλλά περί νέας ολοκληρωτικά διαφορετικής σύμβασης, γεγονός που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αξιοποιήσει όχι μόνον ο μη συμπράξας στη νέα σύμβαση εγγυητής ή ο παρασχών την προσημείωση, αλλά και ο ίδιος ο συμπράξας πρωτοφειλέτης. Υπάρχουν ήδη αρκετές αποφάσεις των τριών τελευταίων ετών όπου ακυρώνονται διαταγές πληρωμής λόγω εσφαλμένης αναφοράς της αιτίας πληρωμής, δηλ. της σύμβασης βάσει της οποίας διεκδικεί τα χρήματα το πιστωτικό ίδρυμα. Αν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί βάσει της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού και αποδείξει ο πιστολήπτης ότι πλέον αυτή η σύμβαση έχει καταργηθεί και στην θέση της υπάρχει μια νέα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται λόγω εσφαλμένης αναφοράς αιτίας.

 

Λ.χ. στην υπ΄ αριθμ. 7402/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αναφέρεται: «η τελευταία όμως σύμβαση δεν αποτελεί τμήμα μίας ενιαίας σύμβασης πίστωσης αλλά αυτοτελή σύμβαση δανείου, αιτία, όμως, η οποία ουδόλως εκτίθεται στην αίτηση της καθ’ ης τράπεζας για την έκδοση διαταγής πληρωμής […] Επομένως και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκτίθεται εσφαλμένα η αιτία της πληρωμής δεδομένου ότι όχι μόνο δεν γίνεται αναφορά σε σύμβαση δανείου, αλλά περαιτέρω χαρακτηρίζεται εσφαλμένα αυτή ως πρόσθετη πράξη της αυτής σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό». Βάσει των σκέψεων αυτών το δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη διαταγή πληρωμής.

 

Β. Ουσιώδης τροποποίηση όρων πιστωτικής σύμβασης

 

Εξάλλου, υπάρχουν άλλες περιπτώσεις στις οποίες δεν έχουμε λήψη τοκοχρεωλυτικού δανείου, ως δήθεν «πρόσθετη πράξη» προς εξόφληση του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά τροποποίηση των όρων της σύμβασης του αλληλοχρέου σε τέτοιο βαθμό που να αλλοιώνεται η συμβατική σχέση με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται πλέον ο εγγυητής βάσει της νέας σχέσης, εφόσον δεν έχει συμβληθεί και εκείνος (εφόσον δηλ. δεν έχει υπογράψει την δήθεν «τροποποίηση» ή «πρόσθετη πράξη»). Στις περιπτώσεις αυτές, όπου με συμφωνία που καταρτίζεται μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη, ερήμην του εγγυητή μετά την ανάληψη της εγγύησης, τροποποιείται ουσιωδώς η αρχική σύμβαση πρόκειται για ανανέωση της αρχικής ενοχής η οποία (ανανέωση) επιφέρει κι εδώ απόσβεση της εγγύησης (σύμφωνα με το άρθρο 439 του Αστικού Κώδικα). Γενικότερα ο συνδυασμός παράτασης του χρόνου ισχύος ενός δανείου και τροποποίησης βασικών όρων του συνήθως θα προδίδει πρόθεση ανανέωσης. Επισημαίνεται ότι για τη διάγνωση αυτή πρέπει να υιοθετείται μια κατά βάση οικονομική θεώρηση της συμβατικής σχέσης, να ερευνάται δηλαδή κατά πόσο με τη νέα συμφωνία μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη μεταβάλλεται ουσιωδώς η οικονομική ταυτότητα της αρχικής ενοχής. Όπως αναφέρει και θεωρητικός σε σχετικό σύγγραμμά του: «Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως με συμφωνία που καταρτίζεται μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη ερήμην του εγγυητή μετά την ανάληψη της εγγύησης μεταβάλλεται το περιεχόμενο της κύριας ενοχής, ίσως είναι δύσκολο να διακριθεί κατά πόσον πρόκειται για απλή τροποποίηση της κύριας οφειλής, η ισχύς της οποίας (τροποποίησης) εξαρτάται κατά τα προεκτεθέντα από το αν καθίσταται ή όχι δυσμενέστερη η θέση του εγγυητή, ή αν πρόκειται για ανανέωση της αρχικής ενοχής ή οποία (ανανέωση) επιφέρει σύμφωνα με την ΑΚ 439 απόσβεση της εγγύησης. Σχετικώς γίνεται δεκτό ότι θα πρόκειται για ανανέωση όταν το περιεχόμενο της αρχικής ενοχής τροποποιείται σε τέτοια έκταση, ώστε η μεταβολή να ισοδυναμεί με την αντικατάστασή της. Με άλλη διατύπωση, ανανέωση θα υπάρχει όταν διαπιστώνεται τόσο ουσιώδης μεταβολή των όρων της αρχικής ενοχής, ώστε να αλλοιώνεται η ίδια η ταυτότητά της» (βλ. Γεωργιάδης Γ., Η ευθύνη του Εγγυητή, 2017, σελ. 242).

 

Περίπτωση ουσιώδους μεταβολής η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εγγυητή απασχόλησε το Εφετείο Αθηνών σε πρόσφατη απόφασή του, από όπου και το κρίσιμο χωρίο: «Η δυνατότητα χορήγησης της πίστωσης και σε συνάλλαγμα προβλέφθηκε για πρώτη φορά με την από 15.3.2001 πρόσθετη πράξη τροποποίησης των όρων πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ' ης, της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας και του ετέρου των συνεγγυητών, και η οποία (πρόσθετη πράξη), δεν φέρει την υπογραφή της ανακόπτουσας και δεν καλύπτεται από τη δοθείσα εγγύηση της ανακόπτουσας. […] Πρέπει να επισημανθεί ότι η σύμβαση, με την οποία δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσει η σύμβαση και σε ξένο νόμισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσθετη σύμβαση, με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, διότι εν προκειμένω δεν αυξάνεται το ποσό της σύμβασης, αλλά επέρχεται άλλου είδους μεταβολή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη II, η οποία μάλιστα είναι ουσιώδης, δεδομένου ότι η ισοτιμία των ξένων νομισμάτων δεν είναι σταθερή και είναι δυνατόν να επηρεαστεί από παράγοντες που είναι αστάθμητοι και δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί, γεγονός που έχει άμεση συνέπεια στο ύψος της οφειλής». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι έγινε δεκτή η ελευθέρωση του εγγυητή λόγω του ότι δεν συμβλήθηκε σε χαρακτηριζόμενη από την τράπεζα «πρόσθετη πράξη» σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, με την οποία το δικαστήριο δέχτηκε ότι επήλθε ουσιώδης μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης.

 

Γ. Μετατροπή αλληλοχρέου σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο μέσω συμφωνίας καταβολής τοκοχρεωλυτικών δόσεων

 

Επίσης, απαλλαγή εγγυητή επέρχεται και όταν η σύμβαση του αλληλοχρέου συμφωνείται πλέον να τηρείται μέσω «ΛΗΞΙΑΡΙΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ» καθότι στο νομικό κόσμο έχουμε κατάργηση της σύμβασης αλληλοχρέου και σύσταση νέας σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου. Το φερόμενο χρεωστικό υπόλοιπο δεν οφείλεται πλέον με αιτία την σύμβαση αλληλοχρέου, αλλά με αιτία την σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου βάσει νεότερης συμφωνίας πρωτοφειλέτη-τράπεζας. Με απλά λόγια έχουμε μετατροπή της σύμβασης αλληλοχρέου σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και ρύθμιση της εξόφλησης του υπολοίπου σε ισόποσες, συνήθως, τοκοχρεωλυτικές δόσεις (ενίοτε οι δόσεις δεν είναι ισόποσες αλλά έχουν σταθερό ποσό κεφαλαίου και μεταβαλλόμενο ποσό τόκων). Η φερόμενη ως «πρόσθετη πράξη» που συνήθως τιτλοφορείται «ΛΗΞΙΑΡΙΟ ΔΑΝΕΙΟΥ» αποτελεί συμφωνία περί τμηματικής εξόφλησης του οφειλόμενου από τον αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού σε επιμέρους δόσεις που περιλαμβάνουν εκτός από τόκους και κεφάλαιο. Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφέρει και το Ελεγκτικό Συνέδριο σε σχετική απόφασή του: «…η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ήτοι εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό: α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτονομία και την αυτοτέλεια της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθηση της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά εξάμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Κάθε δε συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με τον πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και ιδίως τον ανά εξάμηνο ανατοκισμό (ΕφΘεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003, 958)». Άρα και σε αυτές τις περιπτώσεις, που έχουμε υπογραφή ενός «ΛΗΞΙΑΡΙΟΥ» μόνο από τον πρωτοφειλέτη και όχι από τον εγγυητή, ο τελευταίος απαλλάσσεται από την εγγυητική του ευθύνη. Τούτο διότι ο εγγυητής είχε αναλάβει την ευθύνη της εξόφλησης της οφειλής από την σύμβαση του αλληλοχρέου και όχι από οιαδήποτε άλλη νεότερη σύμβαση, όπως εν προκειμένω από την σύμβαση του τοκοχρεωλυτικού δανείου.

 

4.  Συμπέρασμα

 

Εγγυητές, τρίτοι που έχουν παράσχει προσημείωση υποθήκης στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης και πρωτοφειλέτες πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί όταν το πιστωτικό ίδρυμα κινείται εναντίον τους με διαταγή πληρωμής, ιδίως στις περιπτώσεις που έχουν λάβει χώρα στο μεταξύ πρόσθετες πράξεις τροποποίησης της αρχικής τους σύμβασης. Διότι νεότερες τροποποιητικές συμβάσεις οι οποίες δεν είναι απλά συμπληρωματικές – αυξητικές του ορίου της πίστωσης αλλά αποτελούν και τροποποιήσεις και άλλων όρων της αρχικής σύμβασης είναι δυνατόν να άγουν σε απαλλαγή τους από την ευθύνη (αναφορικά με την εγγύηση ή την προσημείωση) ή να δύνανται να στηρίξουν ελαττώματα της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής. Τούτο μάλιστα συνάδει και με την κοινή λογική και αίσθηση δικαίου: όταν ο εγγυητής έχει παράσχει την εγγύησή του για μία συγκεκριμένη σύμβαση με συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένο τρόπο και χρόνο εξόφλησης, είναι μη αποδεκτό από την έννομη τάξη να θεωρείται, χωρίς την έγγραφη συμφωνία του, ότι συνεχίζει να ευθύνεται και με βάσει νέες συμβάσεις αντικατάστασης ή ουσιώδους τροποποίησης του αλληλόχρεου λογαριασμού που το πιστωτικό ίδρυμα έχει «βαφτίσει» πρόσθετες πράξεις

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

ΒΑΣΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ FUNDS BANKS

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ   https://www.psarakislegal.com/

A. Μη προσκόμιση πρωτότυπων ή νομίμως επικυρωμένων εγγράφων (συμβάσεων, καταγγελιών, κινήσεων του λογαριασμού, συμβάσεων μεταβίβασης της απαίτησης) προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), διαταγή πληρωμής μπορεί εκδοθεί εφόσον, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ως έγγραφο νοείται καταρχήν από τη διάταξη το πρωτότυπο έγγραφο, ήτοι αυτό που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή (εν προκειμένω) του δανειολήπτη. Σύμφωνα, ωστόσο με τη διάταξη του άρθρου 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ: «Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα». Συνεπώς, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο που προσκομίζεται σε πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο. Σε περίπτωση που ο δανειστής προσκομίσει προς έκδοση της διαταγής πληρωμής κάποιο εκ των εγγράφων (λ.χ. την αρχική σύμβαση δανείου) σε απλό αντίγραφο, τότε η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται κατόπιν ανακοπής λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης. 

B. Ανυπαρξία στη σύμβαση πίστωσης/δανείου δικονομικής συμφωνίας σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των αποσπασμάτων κίνησης του λογαριασμού του δανείου. 

Προς διευκόλυνση της απόδειξης της απαίτησης των τραπεζών, στη συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζικών συμβάσεων υπάρχει όρος σύμφωνα με τον οποίο η απαίτηση της τράπεζας και το ποσό της αποδεικνύεται βάσει του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας που αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού δανείου. Ο όρος αυτός αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία έγκυρη δικονομική σύμβαση. Ο όρος αυτός έχει συνήθως το ακόλουθο περιεχόμενο: «Απόσπασμα που θα έχει εξαχθεί από τα βιβλία της Τράπεζας ή αντίγραφο αυτών και θα εμφανίζει τον ή τους παραπάνω λογαριασμούς και το υπόλοιπο που θα οφείλεται συμφωνείται ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας κατά του Οφειλέτη, επιτρεπομένης όμως της ανταπόδειξης». Σε περίπτωση, ωστόσο, που ο εν λόγω όρος δεν έχει περιληφθεί στη σύμβαση δανείου, και η τράπεζα προς έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίσει απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων με την κίνηση του λογαριασμού, η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν ανακοπής, λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης. Αντίστοιχα, η μη αναφορά στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής της ύπαρξης της ως άνω δικονομικής συμφωνίας, ομοίως οδηγεί σε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, κατόπιν προβολής του οικείου λόγου.

Ενδεικτικά, η υπ’ αριθμ. 2672/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δέχθηκε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα τα ακόλουθα: «Κατά συνέπεια, ως προς την πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχο, τα προσκομισθέντα μηχανικά αποσπάσματα εξαχθέντα από τα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή έχουν μεν αποδεικτική ισχύ κατά τα άρθρα 447, 448§1 ΚΠολΔ, ως προς τις επί μέρους εγγραφές τους, πλην όμως εφόσον αποδεικνύεται ότι ελλείπει η δικονομική συμφωνία περί απόδειξης δια του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή και του προσδιορισθέντος σε αυτά χρεωστικού κατάλοιπου του λογαριασμού δεν μπορούν να θεμελιώσουν την έκδοση διαταγής πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού».

Γ. Προσκόμιση προς απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας μηνιαίων δελτίων ενημέρωσης υπολοίπου αντί αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας. 

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, το απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας μπορεί να συμφωνηθεί ότι παρέχει πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη και το ποσό της απαίτησης. Ο λόγος που τα εμπορικά βιβλία μπορούν με συμφωνία να αναχθούν σε αποδεικτικό μέσο που παρέχει πλήρη απόδειξη, παρά το γεγονός ότι δεν φέρουν την υπογραφή του οφειλέτη, συνίσταται ιδίως στο γεγονός ότι τηρούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Πολλές φορές, ωστόσο, οι τράπεζες προσκομίζουν, αντί για το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, τις μηνιαίες επιστολές που αποστέλλονται στον οφειλέτη προς ενημέρωση του υπολοίπου του δανείου του, στις οποίες, ωστόσο, δεν δύναται να προσδοθεί η ως άνω αναφερόμενη αποδεικτική ισχύς. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν άσκησης ανακοπής. 

Έτσι, η υπ’ αριθμ. 1052/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών έχει κρίνει σχετικά ότι: «…οι προσκομισθέντες μηνιαίοι λογαριασμοί δεν συνιστούν αποσπάσματα εξαχθέντα από εμπορικά βιβλία, προκύπτει εν προκειμένη ότι η επιδικασθείσα με την […] Διαταγή Πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης που πηγάζει από το καταγγελθέν τοκοχρεωλυτικό δάνειο δεν αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα με εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως αποδεικτική δύναμη. Ελλειπούσης επομένως της διαδικαστικής προϋπόθεσης της εγγράφου αποδείξεως, η Διαταγή Πληρωμής είναι ακυρωτέα». 

Δ. Μη προσκόμιση πλήρους αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας.

Πολύ συχνά, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η ως άνω δικονομική συμφωνία και οι τράπεζες προσκομίζουν πράγματι απόσπασμα από τα εμπορικά τους βιβλία, το απόσπασμα αυτό δεν αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού του δανείου από την εκταμίευσή του μέχρι την καταγγελία του. Ωστόσο, βάσει της νομολογίας των δικαστηρίων από το απόσπασμα πρέπει να προκύπτουν όλες οι χρεοπιστώσεις που έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο του δανείου, διαφορετικά η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα. 

Η υπ’ αριθμ. 273/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεχόμενη ότι: «…προκύπτει ότι δεν αποτυπώνεται η πλήρης κίνηση του λογαριασμού από την ημερομηνία κατάρτισης της αρχικής σύμβασης την 18η-3-1999, αλλά οι πρώτες εγγραφές αρχίζουν από την 30η-12-2008 έως την 9η-8-2011 και ακολούθως από την 15η-11-2012 έως την 21η-1-2016. Ως εκ τούτου, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των ανακοπτόντων, η κίνηση του λογαριασμού δεν αποδεικνύεται εγγράφως στο σύνολό της, καθώς είναι προφανές ότι υπάρχουν εγγραφές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν, μολονότι τούτο απαιτείται, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την έκδοση διαταγής πληρωμής. […] Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αναφερομένων, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή».

Ε. Μη απόδειξη της μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα στην εταιρεία ειδικού σκοπού (σε περίπτωση που την έκδοση της διαταγής πληρωμής ζήτησε η εταιρεία διαχείρισης).

Πολύ συχνά την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν υποβάλλει η τράπεζα, αλλά εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, κατόπιν μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η εταιρεία διαχείρισης, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συντελεστεί η μεταβίβαση της απαίτησης προσκομίζει την περίληψη της σύμβασης μεταβίβασης, όπως αυτή καταχωρίζεται στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Πρόκειται για μία σύντομη περίληψη 3-4 σελίδων, όπου αποτυπώνονται ελάχιστοι από τους όρους της μεταβίβασης. 

Η νομολογία των δικαστηρίων μας έχει επανειλημμένως κρίνει ότι για την απόδειξη της μεταβίβασης της απαίτησης από πιστωτικό ίδρυμα σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων δεν αρκεί η προσκόμιση απλώς της περίληψης της οικείας μεταβιβαστικής σύμβασης, δεδομένου ότι από αυτήν ο οφειλέτης δεν μπορεί να αποκτήσει γνώση των όρων της μεταβίβασης και, επομένως, δυσχεραίνεται η άμυνά του. 

Ενδεικτικά, η υπ’ αριθμ. 63/2013 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, έκρινε ως προς το εν λόγω ζήτημα: «Ειδικότερα με την άνω αίτηση η εκεί αιτούσα και ήδη καθής επικαλέστηκε και προσκόμισε ως έγγραφα απόδειξης […] 4) Επικυρωμένο απόσπασμα της από 6.11.2006 σύμβασης εκχώρησης, που καταχωρήθηκε σε περίληψη στον τόμο ... αριθμό ... του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, 5) Το από 14.11.2007 επικυρωμένο αντίγραφο του παραρτήματος των βιβλίων του ν. 2844/2000 του άνω Ενεχυροφυλακείου, που έχει καταχωρηθεί στον τόμο . αριθμό . και 6) Την με αριθμ. πρωτ. 106/6.11.2006 σύμβαση διαχείρισης δανειακών επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της αιτούσας και της άνω Τράπεζας και έχει καταχωρηθεί στον τόμο ... αριθμό ... του άνω Ενεχυροφυλακείου, […] Από τα ανωτέρω όμως έγγραφα δεν αποδεικνύεται εγγράφως η νομιμοποίηση της τότε αιτούσας και ήδη καθής για την υποβολή της ανωτέρω αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης εκχώρησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθής και της ανωτέρω Τράπεζας από το οποίο και θα προέκυπταν οι όροι της ανωτέρω σύμβασης». 

Στ. Μη υπογραφή της καταγγελίας από πρόσωπο που εκπροσωπεί την τράπεζα/εταιρεία διαχείρισης. 

Προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό (αλλά και από τοκοχρεολυτικό δάνειο στις περιπτώσεις που η έκδοση της διαταγής πληρωμής λαμβάνει χώρα πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας του δανείου) είναι η καταγγελία της σύμβασης και η προσκόμιση του εγγράφου της ενώπιον του δικαστή που θα εκδώσει τη διαταγή. Η καταγγελία, ως πράξη του νομικού προσώπου της τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης, πρέπει καταρχήν να προέρχεται από τα πρόσωπα που νομίμως εκπροσωπούν το εν λόγω νομικό πρόσωπο, ήτοι, καταρχήν, από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί σχετικά. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η καταγγελία δεν προέρχεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά από απλούς υπαλλήλους της τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης, χωρίς, ωστόσο, να προσκομίζεται σχετική εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον υπάλληλο η αντίστοιχη εξουσία. 

Μία τέτοια περίπτωση απασχόλησε την απόφαση υπ’ αριθμ. 1990/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι: «Την ανωτέρω από 9.5.2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία δεν προέκυψε ότι υπέγραψαν τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αλλά την υπέγραψαν, οι Σ.Τ. και Α.Ν. […] Κατά τη συζήτηση δε της υπόθεσης και μέχρι το τέλος αυτής η καθ’ ης δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι είχε δοθεί έγκυρα η πληρεξουσιότητα στους ανωτέρω για καταγγελία της σύμβασης δανείου, ή ότι μεταγενέστερα η ίδια η καθ’ ης ενέκρινε, διά των αρμοδίων εκπροσωπευτικών της οργάνων, την καταγγελία, ούτε δήλωσε, παριστάμενη με τον νόμιμο εκπρόσωπό της στο δικαστήριο, την έγκριση της καταγγελίας της σύμβασης δανείου με δήλωσή της καταχωριζόμενη στα πρακτικά […] Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια καθ’ ης το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από την οφειλέτιδα ανακόπτουσα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό». 

Ζ. Εσφαλμένη επίδοση της διαταγής πληρωμής και αυτοδίκαιη απώλεια της ισχύος της μετά την πάροδο 2 μηνών από την έκδοσή της. 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 630Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει». Βάσει του ως άνω άρθρου, εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, η διαταγή πληρωμής πρέπει να επιδοθεί – και μάλιστα εγκύρως – στο πρόσωπο κατά του οποίου απευθύνεται. Σε περίπτωση, λοιπόν, που για οποιονδήποτε λόγο, είτε δεν λάβει χώρα η επίδοση εντός του διμήνου, είτε λάβει μεν χώρα επίδοση, αλλά αυτή δεν είναι έγκυρη, π.χ. επειδή η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε τοποθεσία που αποδείχθηκε ότι δεν αποτελούσε την κατοικία του οφειλέτη, τότε το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης ανακοπής, αναγνωρίζει το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής. 

Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπ’ αριθμ. 5095/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επί παρόμοιου ζητήματος έκρινε τα εξής: «Επιπροσθέτως και αναφορικά με τον τρίτο αιτούντα πιθανολογήθηκε ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε σε αυτόν νομίμως. Ειδικότερα: Ο τρίτος αιτών είναι κάτοικος Παλαιού Φαλήρου Αττικής επί της οδού […] γεγονός το οποίο ουδόλως αμφισβητείται. Από την υπ’ αριθμ. […] έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών […] προκύπτει ότι ο τρίτος αιτών αναζητήθηκε προς επίδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επί της οδού […] στον Νέο Κόσμο Αττικής, όπου βρίσκεται η έδρα της πρώτης αιτούσας και συγχρόνως τόπο εργασίας της συζύγου του και 2ης αιτούσας, η, δε, ανωτέρω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για λογαριασμό του στη δεύτερη αιτούσα σύζυγό του υπό την ιδιότητα αυτής ως συνεργάτιδας (βλ. το κείμενο της άνω εκθέσεως επιδόσεως). Πλην, όμως, ο τρίτος αιτών ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι ήταν κατά τον χρόνο της άνω επιδόσεως εργαζόμενος στην πρώτη αιτούσα εταιρεία και επομένως η έδρα της πρώτης αιτούσας στην προαναφερόμενη οδό δεν συνιστά τη διεύθυνση εργασίας του τρίτου αιτούντος και επομένως ουδέποτε έλαβε χώρα επίδοση προς αυτόν της άνω διαταγής πληρωμής […] η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θεωρείται ότι έχει χάσει αυτοδικαίως την ισχύ της ως προς τον τρίτο αιτούντα κατ’ άρθρο 630 Α ΚΠολΔ». 

Η. Ακυρότητα διαταγής πληρωμής λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της Τράπεζας.

Οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εθνική οικονομία, έχουν και αυξημένα καθήκοντα επιμέλειας έναντι των δανειοληπτών. Ιδίως μετά τη θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (ΚΔΤ), έχει συγκροτηθεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κανόνων που καθορίζει, κατά στάδια, τη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση που εκδηλώνεται δυσκολία του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, αυτές, οι τράπεζες ή οι εταιρείες διαχείρισης, πρέπει να επιδεικνύουν μία υπεύθυνη στάση και, τηρώντας τον ΚΔΤ, να διαπραγματεύονται καλόπιστα με τον δανειολήπτη, προς εξεύρεση μίας λύσης ρύθμισης της οφειλής του, και όχι να προβαίνουν απευθείας σε καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, ιδίως εάν και ο δανειολήπτης δείχνει έμπρακτα τη διάθεσή του να διαπραγματευτεί τον τρόπο εξυπηρέτησης της οφειλής. Υποχρεούνται δε κατά τον ΚΔΤ, κατόπιν αξιολόγησης των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη, να υποβάλλουν πρόταση ρύθμισης της οφειλής του, η οποία δεν πρέπει να είναι προσχηματική, και επί της οποίας ο δανειολήπτης έχει ρητώς δικαίωμα να υποβάλλει δική του αντιπρόταση. Στην περίπτωση δε που, αγνοώντας τις επιταγές του ΚΔΤ, προχωρούν απευθείας στην καταγγελία της σύμβασης και στη λήψη δικαστικών μέτρων, η εν λόγω καταγγελία μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τυχόν εκδιδόμενη κατόπιν διαταγή πληρωμής (για περισσότερα βλ. κι εδώ). 

Θ. Ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικής υποβολής της αίτησης για έκδοσή της. 

Σε αντιστοιχία με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, η υποβολή αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με τον δανειολήπτη μπορεί να κριθεί καταχρηστική και να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που έκρινε η υπ’ αριθμ. 5095/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «Και ενώ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2018 είχε ξεκινήσει μια διαδικασία εξεύρεσης λύσης και διευθέτησης εκ νέου της οφειλής, το αρμόδιο τμήμα της καθ’ ης κατέθεσε στις 9-7-2018 στο Πρωτοδικείο Αθηνών την από 5-7-2018 αίτηση της κατά των νυν αιτούντων προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό των 485.912,89 ευρώ από το κλείσιμο της ανωτέρω σύμβασης πιστώσεως. Δηλαδή, ενώ η καθ’ ης βρισκόταν ήδη από πιο πριν σε διαδικασία για την εξεύρεση λύσης προς διευθέτηση της οφειλής και γνώριζε ότι οι αιτούντες είχαν αναθέσει σχετική εντολή σε οικονομικό σύμβουλο για να τους εκπροσωπεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην όλη διαδικασία, που διεξαγόταν για να αποφευχθεί η δικαστική οδός, κατέθεσε συγχρόνως την ανωτέρω αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που συνιστά επιθετική πράξη και κίνηση δικαστικής διαδικασίας σε βάρος αυτού με τον οποίο βρίσκεται σε διαπραγμάτευση και εν προκειμένω τους αιτούντες, ενώ, περαιτέρω, δύο μέρες μετά την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως και δη στις 11-7-2018 συνέχιζε το αρμόδιο τμήμα της καθ’ ης να αποστέλλει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να ζητάει στοιχεία καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. […] Διαταγής Πληρωμής». 


Ι. Καταχρηστικοί Γενικοί όροι Συναλλαγών

Στις τραπεζικές συμβάσεις συνήθως τίθενται όροι, οι οποίοι είναι αδιαφανείς και με τη χρήση των οποίων η τράπεζα συνήθως επιβαρύνει τον καταναλωτή – δανειολήπτη με παράνομες χρεώσεις. Οι συνηθέστεροι όροι που εντοπίζονται σε δανειακές συμβάσεις και έχουν οδηγήσει σε ακύρωση της μετέπειτα εκδοθείσας διαταγής πληρωμής είναι οι ακόλουθοι:

- Ο υπολογισμός των τόκων της πίστωσης βάσει έτους 360 αντί 365 ημερών. Ο όρος αυτός συνεπάγεται μία περαιτέρω μικρή επιβάρυνση για τον καταναλωτή. 

- Η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75, ήτοι εισφοράς – φορολογικής επιβάρυνσης η οποία επιβάλλεται το πρώτον στα πιστωτικά ιδρύματα και ιστορικά ο λόγος της επιβολής της συνδέεται με την ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας. 

- Η αναπροσαρμογή του επιτοκίου με βάση αόριστα και αδιαφανή κριτήρια. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 178/2004 Πράξη της Επιτροπής Πιστωτικών και Τραπεζικών Θεμάτων, στην περίπτωση που συμφωνείται κυμαινόμενο επιτόκιο στη σύμβαση, πρέπει η αναπροσαρμογή του να γίνεται βάσει ενός γνωστού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού δείκτη, ενός δείκτη, δηλαδή, που ο καταναλωτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον γνωρίζει. Τέτοιοι δείκτες είναι λ.χ. το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το επιτόκιο Euribor, το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων του Δημοσίου. Ωστόσο, πολύ συχνά οι τράπεζες εξαρτούν την αναπροσαρμογή του επιτοκίου της σύμβασης από αόριστα κριτήρια, όπως λ.χ. «το κόστος του χρήματος» ή «οι συνθήκες της αγοράς», με αποτέλεσμα να μπορεί κατά το δοκούν να αυξάνει το συμβατικό επιτόκιο (για περισσότερα βλ. κι εδώ).

Σημειώνεται ότι συνήθως οι παλαιότερες συμβάσεις και δη όσες έχουν καταρτιστεί πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης εμφανίζουν περισσότερους προβληματικούς όρους. 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΤΩΧΟΥ ΑΠΟ ΧΡΕΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ (τριετίας ή κατά περίπτωση ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης ή την καταχώριση στο ΗΜΦ)

  Γιώργος Κεφαλάς, L.LM. mult., M.Sc. Περίληψη:  Η πιο σημαντική καινοτομία του νέου πτωχευτικού δικαίου κατά τον ν. 4738/2020 είναι η αυτόμ...