Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΔΩΡΕΑΣ/ΓΟΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ

Φορολογική αντιμετώπιση δωρεάς/γονικής παροχής χρηματικού ποσού κατά τον έλεγχο Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία της Νάνσυ Καλλιανιώτη & της Νίκης Χατζοπούλου Κατά τη διενέργεια ενός φορολογικού ελέγχου, μεταξύ άλλων, τα ελεγκτικά όργανα εξετάζουν και εάν συντρέχει περίπτωση "προσαύξησης περιουσίας", δηλαδή χρηματική προσαύξηση περιούσιας αλλά και μεταβολές σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.). Πολλοί φορολογούμενοι επικαλούνται δωρεά για την κάλυψη των ποσών αυτών, όμως υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός αυτός; Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις. Ωστόσο, σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Επισημαίνεται ότι η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της. Περαιτέρω, σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο φορολογούμενος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, γονική παροχή, κληρονομιά κ.λπ., ελέγχεται από τις φορολογικές αρχές αν πράγματι έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή και εάν πράγματι υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλλει τα ποσά της δωρεάς φόρου που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί και πληρωθεί τα ποσά φόρου που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. φόρος γονικής παροχής, φόρος δωρεάς κ.λπ.). Στην πράξη, συντάσσεται πίνακας ανάλωσης κεφαλαίου (με τεκμαρτές δαπάνες) για τον δωρητή, ούτως ώστε να διαπιστωθεί εάν μπορούσε πράγματι, με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματά του, να διαθέτει το ποσό, το οποίο ο δωρεοδόχος (και ήδη ελεγχόμενος) επικαλείται ως προερχόμενο από δωρεά. Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του πίνακα ανάλωσης δεν υπερκαλύπτει το ποσό της δωρεάς, τότε ο ισχυρισμός του δωρεολήπτη ότι τα χρήματα αυτά προέρχονται από δωρεά δεν γίνεται αποδεκτός από τις φορολογικές αρχές. Φυσικά, εξετάζονται και άλλες παράμετροι ανάλογα με την εκάστοτε υπόθεση, όπως π.χ. η κίνηση των κεφαλαίων. Στο ζήτημα αυτό είχαμε αναφερθεί ξανά και στο παρελθόν με αφορμή την αύξηση του ορίου του αφορολόγητου δωρεάς-γονικής παροχής στο ποσό των 800.000 ευρώ για ορισμένες κατηγορίες συγγενών. Με αφορμή αυτό το νομοθέτημα, πολλοί φορολογούμενοι έσπευσαν να κάνουν χρήση της φοροαπαλλαγής, πραγματοποιώντας π.χ. μία γονική παροχή με κατάθεση μετρητών σε λογαριασμό τέκνου. Όμως, σε περίπτωση που το ποσό της δωρεάς δεν δικαιολογείται από πλευράς του δωρητή με βάση τα εισοδήματά του, αυτό και μόνο το γεγονός είναι ικανό να πυροδοτήσει φορολογικό έλεγχο. Φυσικά, δεν παραλείπονται και οι περιπτώσεις όπου τα ελεγκτικά όργανα επιδεικνύουν υπερβάλλοντα ζήλο, αναζητώντας φόρο δωρεάς για περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν συντρέχει δωρεά. Παραδείγματα από πραγματικό έλεγχο: 1) Από λογαριασμό συζύγου χρηματικά διαθέσιμα (ύψους 57.000 ευρώ) μεταφέρονται σε κοινό λογαριασμό που τηρεί ο γιος με τη μητέρα-σύζυγο. Την κίνηση του κοινού λογαριασμού την έχει η σύζυγος και μέσω αυτού καλύπτει οικογενειακές δαπάνες. Ο έλεγχος αυτήν την κίνηση τη θεωρεί δωρεά προς τη σύζυγο, αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για διάθεση μέρους του εισοδήματος για τη διαβίωση της οικογένειας. Όπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια του γάμου, για την κάλυψη των τεκμηρίων διαβίωσης των συζύγων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό οικογενειακό εισόδημα. Με λίγα λόγια, στην κοινή δήλωση που υποβάλλουν οι σύζυγοι, από ανάλωση κεφαλαίου που επικαλείται ο φορολογούμενος μπορεί να καλυφθεί αντικειμενική δαπάνη (τεκμήριο διαβίωσης) της συζύγου του. Υπάρχει δηλαδή το δικαίωμα της "μεταφοράς" εισοδήματος από τον έναν στον άλλο σύζυγο για την κάλυψη τεκμηρίων. Λόγω των κοινών τεκμηρίων διαβίωσης, ο ένας σύζυγος μπορεί να στηριχθεί στα εισοδήματα του άλλου, ώστε να δικαιολογήσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή του (τα οποία δεν δικαιολογούνται από το ατομικό του εισόδημα), αλλά και να διαβιώσει. Εξάλλου, ακόμη και μετά τη λύση του γάμου, ο/η σύζυγος έχουν αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα που κατά τεκμήριο αφορούν το 1/3 των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν εντός του γάμου. 2) Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις που ο έλεγχος ένα δάνειο από γονέα σε τέκνο, το θεωρεί ως δωρεά. Πρόσφατα, με απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου δικαιώθηκε φορολογούμενος, ο οποίος είχε λάβει δάνειο από τον πατέρα του (μάλιστα με θεώρηση γνησίου υπογραφής στο συμφωνητικό) και ο έλεγχος αμφισβήτησε τη συναλλαγή αυτή ως εικονική με το σκεπτικό (μεταξύ άλλων) ότι δεν νοείται η χορήγηση δανείου από γονέα σε τέκνο, αλλά στην περίπτωση αυτή υποκρύπτεται δωρεά. Κατ’ ακολουθία, ναι μεν ένας φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί ότι διαθέτει χρήματα ή κάποιο περιουσιακό στοιχείο λόγω δωρεάς, πλην όμως αυτό ερευνάται από τη φορολογική αρχή με βάση τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης και στην περίπτωση αυτή ο φορολογούμενος έχει την υποχρέωση να αποδείξει την πραγματοποίηση της δωρεάς. * O Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της ARTION Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός. Η Νάνσυ Καλλιανιώτη είναι Partner της ARTION Α.Ε. H Νίκη Χατζοπούλου είναι Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω LL.Μ. & Διαμεσολαβήτρια, συνεργάτης της Artion Α.Ε.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΤΟΚΟΙ ΔΑΝΕΙΩΝ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Αναδημοσίευση ARTION Πιο συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 150 του ν. 4261/2014 ορίζεται ότι: "Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (Α' 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων". Όπως βλέπουμε, λοιπόν, οι Τράπεζες καταχωρούν τους πλασματικούς σε ειδικούς λογαριασμούς που τηρούν εξωλογιστικά. Όμως, εξυπακούεται ότι ο δανειολήπτης δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση της καταβολής τους και το ύψος αυτών των τόκων το πληροφορείται η επιχείρηση όταν λάβει τη διαταγή πληρωμής και σε κάθε περίπτωση κατά την εκτέλεση, π.χ. στον πλειστηριασμό του ακινήτου. Μόνο κατά το στάδιο αυτό λαμβάνει γνώση η επιχείρηση σχετικά με το ύψος των τόκων αυτών, τους οποίους φυσικά δεν έχει καταχωρήσει στα λογιστικά της βιβλία, εφόσον δεν γνώριζε το ύψος τους. Ωστόσο, η ετεροχρονισμένη καταχώρησή τους δεν αναγνωρίζεται φορολογικά, γιατί αφορούν μη καταχωρημένες δαπάνες παρελθουσών χρήσεων. Ειδικότερα, στη φορολογία εισοδήματος ισχύει η βασική αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων και δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση στην τρέχουσα χρήση δαπάνες που αφορούν προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις, έστω και εάν καλύπτονται με δικαιολογητικά της τρέχουσας χρήσης, καθόσον οι δαπάνες κατά κανόνα αναγνωρίζονται στη χρήση κατά την οποία καθίστανται δεδουλευμένες και εκκαθαρισμένες, ανεξάρτητα αν έχουν εξοφληθεί ή όχι (βλ. Δ12Α 1054299ΕΞ2014/26.3.2014). Στην περίπτωση του πλειστηριασμού, λοιπόν, προκύπτει ένα φορολογητέο εισόδημα για την επιχείρηση που προέρχεται από την διαφορά που προκύπτει μεταξύ αξίας εκπλειστηριάσματος και κόστους εκποιούμενου περιουσιακού στοιχείου και από το εισόδημα αυτό δεν εκπίπτουν οι πλασματικοί τόκοι, εφόσον δεν έχουν καταχωρηθεί ως δαπάνες στην χρήση που αφορούν. Παράδειγμα: Εκποιείται στο πλαίσιο πλειστηριασμού την 30.6.2023 ένα επαγγελματικό ακίνητο στο ποσό των 600.000 ευρώ. Στα βιβλία έχουν καταγραφεί: - υπόλοιπο δανείου: 300.000 ευρώ - τόκοι μέχρι την καταγγελία 31.12.2012: 50.000 ευρώ - πλέον πλασματικοί τόκοι μετά από την καταγγελία από 1.1.2013 έως 31.12.2023: 170.000 ευρώ Σύνολο απαίτησης: 520.000 ευρώ Το κόστος του ακινήτου στα βιβλία της επιχείρησης είναι 220.000 ευρώ πλέον αναγνωρίσιμοι τόκοι που έχουν καταχωρηθεί 50.000 ευρώ σύνολο 270.000 ευρώ. Προκύπτει, λοιπόν, μία διαφορά προς φορολόγηση 330.000 ευρώ (αξία ακινήτου βάσει πλειστηριασμού 600.000 ευρώ μείον 270.000 ευρώ κόστος ακινήτου), την οποία η επιχείρηση φορολογείται ως έσοδο, χωρίς να δύναται να εκπέσει εκ των υστέρων το ποσό των πλασματικών τόκων 170.000 ευρώ, το οποίο όμως καταβάλλεται κανονικά προς την Τράπεζα. Όπως αναφέραμε και ανωτέρω, οι πλασματικοί τόκοι αφορούν τόκους παρελθουσών χρήσεων, τους οποίους η επιχείρηση νομίμως δεν καταχώρησε, διότι τους αγνοούσε, αλλά η εκ των υστέρων καταχώρησή τους στα βιβλία της επιχείρησης δεν αναγνωρίζεται φορολογικά. Επειδή αυτό καθ’ αυτό το γεγονός της εκ των υστέρων ενημέρωσης σχετικά με τους πλασματικούς τόκους είναι απαράδεκτο και ήδη δημιουργεί εκτεταμένα προβλήματα, η Πολιτεία θα πρέπει να πάρει θέση. Μέχρι όμως να λυθεί (και αν λυθεί) το ζήτημα, παραθέτουμε μία πρόταση για την εμφάνιση αυτών των πλασματικών τόκων στα βιβλία των επιχειρήσεων: οι ίδιες οι επιχειρήσεις να υπολογίζουν αυτούς τους τόκους εφαρμόζοντας το επιτόκιο καθυστερήσεων της κάθε Τράπεζας, όπως προκύπτει από τον επίσημο ιστότοπο αυτής, μετά από επαλήθευση και με βάση τα στοιχεία από την Τράπεζα Ελλάδας και, εν συνεχεία, το ετήσιο υπόλοιπο να πιστώνεται σε μεταβατικό λογαριασμό εκκαθάρισης. Η καταχώρηση μπορεί να γίνεται με ένα τίτλο κτήσης και η τελική εκκαθάριση να γίνεται μετά την εκτέλεση. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί νομότυπα η επιχείρηση να καταχωρήσει στα βιβλία της τους πλασματικούς τόκους και να εκπέσει τη σχετική δαπάνη. *O Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός.

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΤΩΧΟΥ ΑΠΟ ΧΡΕΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ (τριετίας ή κατά περίπτωση ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης ή την καταχώριση στο ΗΜΦ)

  Γιώργος Κεφαλάς, L.LM. mult., M.Sc. Περίληψη:  Η πιο σημαντική καινοτομία του νέου πτωχευτικού δικαίου κατά τον ν. 4738/2020 είναι η αυτόμ...